ἐποιμώζω
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
A to lament over, πάθει A.Ch.547.
German (Pape)
[Seite 1007] dabei, darüber wehklagen, τῷδ' ἐπῴμωζεν πάθει Aesch. Ch. 540.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποιμώζω: μέλλ. -οιμώξομαι, οἰμώζω, θρηνῶ ἐπί τινι, τῷδ’ ἐπῴμωξεν πάθει Αἰσχύλ. Χο. 547.
French (Bailly abrégé)
gémir sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, οἰμώζω.
Greek Monolingual
ἐποιμώζω (Α)
θρηνώ, στενάζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οιμώζω (< οίμοι «αλλοίμονο»)].
Greek Monotonic
ἐποιμώζω: μέλ. -οιμώξομαι, θρηνώ για, πάθει, σε Αισχύλ.