εὐγώνιος
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ον,
A with regular angles, X.Oec.4.21, Arist.Pr.912b15; with perfect angles, four square, of blocks, IG22.1666A64, etc.; right-angled, Gal.18(2).856.
German (Pape)
[Seite 1060] gut-, geradwinkelig; Eur. Ion 1037 πλέθρου μῆκος; Xen. Oec. 4, 21 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγώνιος: -ον, ἔχων κανονικὰς γωνίας, Ξεν. Οἰκ. 4, 21, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 1, Εὐρ. Ἴων 1137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux angles réguliers.
Étymologie: εὖ, γωνία.
Greek Monolingual
εὐγώνιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κανονικές γωνίες
2. ο τετράγωνος
3. ο ορθογώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γωνία.
Greek Monotonic
εὐγώνιος: -ον (γώνια), αυτός που έχει κανονικές γωνίες, σε Ξεν.