ἑψάω
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
German (Pape)
[Seite 1132] = ἕψω, zw., bei D. Sic. 4, 84 ist ἑψῶντες von Dindorf in ἕψοντες aus Euseb. geändert.
Greek Monolingual
ἑψάω (Α)
δ. τ. του ἕψω.