θαλασσαῖος
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
α, ον,
A = θαλάσσιος, δῖναι Simon.57.4, cf. Pi.P.2.50: θαλάσσειος, θεά Trag. or Com.Adesp. in PLit.Lond.84.16; dub. in Orib.14.62.1. 2 dyed purple, Tryph.345.
German (Pape)
[Seite 1182] p. = θαλάσσιος, δελφίς Pind. P. 2, 50; bei Thryphiod. 345 meerpurpurn.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσαῖος: -α, -ον, = θαλάσσιος, Σιμων. 6, Πίνδ. Π. 2. 92· - ὡσαύτως θαλάσσειος, Ὀρειβάσ. 351 Ματθ.· θαλαττιαῖος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1166. 2) ἁλιπόρφυρος, Τρυφ. 345.
English (Slater)
θᾰλασσαῑος
1 of the sea θαλασσαῖον δελφῖνα (P. 2.50)
Greek Monolingual
θαλασσαῑος, -α, -ον (Α)
θαλάσσιος («θαλασσαῑον... δελφῑνα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσ-α + επίθημα -αιος (πρβλ. εδρ-αίος, εχιδν-αίος)].
Greek Monotonic
θᾰλασσαῖος: -α, -ον, = θαλάσσιος, σε Πίνδ.