Κάρπαθος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek (Liddell-Scott)
Κάρπᾰθος: ἡ, νῆσος μεταξὺ Κρήτης καὶ Ρόδου, ἀνθ᾽ οὗ παρ᾽ Ὁμ. (Ἰλ. Β. 676) ὑπάρχει Κράπαθος χάριν τοῦ μέτρου· ὁ συνήθης τύπος Κάρπαθος κατὰ πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 43· - τὸ Καρπάθιον πέλαγος κατὰ πρῶτον παρὰ Στράβ. 488.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Carpathos, île entre la Crète et Rhodes.
Greek Monotonic
Κάρπᾰθος: Επικ. Κράπαθος, ἡ, νησί μεταξύ, ανάμεσα στην Κρήτη και την Ρόδο, σε Όμηρ.