Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάρδοπος

From LSJ
Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρδοπος Medium diacritics: κάρδοπος Low diacritics: κάρδοπος Capitals: ΚΑΡΔΟΠΟΣ
Transliteration A: kárdopos Transliteration B: kardopos Transliteration C: kardopos Beta Code: ka/rdopos

English (LSJ)

ἡ,

   A kneading-trough, Eup.228 (pl.), Ar.Ra.1159; κ. πλατεῖα Pl.Phd.99b: generally, wooden vessel, Hom.Epigr.15.6; mortar, Nic.Th.527: Com. fem. καρδόπη, ἡ, coined by Ar.Nu.678.

German (Pape)

[Seite 1327] ἡ, Backtrog, Mulde, übh. ein aus einem Stücke Holz gehöhltes Gefäß; Hom. ep. 15, 6; Ar. Ran. 1157; = μάκτρα Nubb. 669; πλατεῖα Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Nic. Ther. 527, wo es einen Mörser bedeutet.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
huche à pétrir le pain.
Étymologie: DELG ?

Greek Monolingual

η (Α κάρδοπος και καρδόπη)
νεοελλ.
ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα του ψωμιού τών πληρωμάτων
αρχ.
1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα του ψωμιού, μάκτρα
2. επιγρ. ξύλινο αγγείο
3. το ιγδίον. το γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. καρδόπη είναι επινόημα του Αριστοφάνη στις Νεφέλες για τη δημιουργία κωμικού αποτελέσματος].

Greek Monotonic

κάρδοπος: ἡ, σκαφίδι στο οποίο ζυμώνουν, σε Αριστοφ.