κληϊστός

From LSJ
Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

German (Pape)

[Seite 1450] ion. = κλειστός, verschlossen, verschließbar, Od. 2, 344.

French (Bailly abrégé)

ion. c. κλειστός.

English (Autenrieth)

that may be closed, Od. 2.344†.

Greek Monolingual

κληϊστός, -ή, -όν (Α)
ιων. τ. βλ. κλειστός.

Greek Monotonic

κληϊστός: Ιων. αντί κλειστός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληϊστός Ion. voor κλειστός.