κυνοθαρσής

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοθαρσής Medium diacritics: κυνοθαρσής Low diacritics: κυνοθαρσής Capitals: ΚΥΝΟΘΑΡΣΗΣ
Transliteration A: kynotharsḗs Transliteration B: kynotharsēs Transliteration C: kynotharsis Beta Code: kunoqarsh/s

English (LSJ)

ές,

   A impudent as a dog, Theoc.15.53: κυνοθρασής, A. Supp.758 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοθαρσής: -ές, θρασύς, ἀναιδὴς ὡς κύων, Θεόκρ. 15, 53· κῠνοθρᾰσής, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 758.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une impudence cynique.
Étymologie: κύων, θάρσος.

Greek Monolingual

κυνοθαρσής ή κυνοθρασής, -ές (Α)
θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ-θαρσής λυκο-θαρσής].

Greek Monotonic

κῠνοθαρσής: -ές (θάρσος), θρασύς, αδιάντροπος όπως ο σκύλος, σε Θεόκρ.