λιθοειδής
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ές,
A like stone, Hp.Morb.4.55, Pl.Ti.74a, Gal.2.745, etc.
German (Pape)
[Seite 45] ές, steinartig; περίβολος, Plat. Tim. 74 a; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοειδής: -ές, ὅμοιος λίθῳ, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Γαλην.
Greek Monolingual
-ές (Α λιθοειδής, -ές)
ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου
νεοελλ.
φρ. ανατ. α) «λιθοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου
β) «λιθοειδές νεύρο» — ένα από τα τρία νεύρα της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο είναι κλάδος του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου.