ληπτικός

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτικός Medium diacritics: ληπτικός Low diacritics: ληπτικός Capitals: ΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lēptikós Transliteration B: lēptikos Transliteration C: liptikos Beta Code: lhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to accept, Arist.EN1120b15.    II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.

German (Pape)

[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.

Greek Monolingual

ληπτικός, -ή, -όν (Α) ληπτός
1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι
2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό.

Greek Monotonic

ληπτικός: -ή, -όν (λαμβάνω), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.