μέγαρόνδε
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
Adv.
A to the hall, to the women's room, Od.16.413, al.
German (Pape)
[Seite 109] nach Hause, zur Wohnung hin, ins Zimmer, Od. 16, 413 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
μέγᾰρόνδε: Ἐπίρρ., οἴκαδε, Ὀδ. Π. 413, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la maison avec mouv.
Étymologie: μέγαρον, -δε.
Greek Monolingual
μεγαρόνδε (Α)
επίρρ. προς το μέγαρο, προς τον γυναικωνίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγαρον + επιρρμ. κατάλ. -δε].