ληϊστής
From LSJ
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = Att. λῃστής, h.Bacch.7, Hdt. 6.17, SIG38B20 (Teos, v B.C.), Democr.260, A.R.1.750.
German (Pape)
[Seite 39] ὁ, = λῃστής, H. h. 6, 7; Ap. Rh. 1, 750 u. a. sp. D., auch Her. 6, 17.
French (Bailly abrégé)
ion. c. λῃστής.
Greek Monolingual
ληϊστής, o (Α)
(αττ. τ.) βλ. ληστής.
Greek Monotonic
ληϊστής: -οῦ, ὁ, = Αττ. λῃστής, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.