μικροψυχέω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A swoon, faint, = λιποψυχέω, Arist.Pr.890b11.
German (Pape)
[Seite 185] ein μικρόψυχος sein, kleinliche, niedrige Gesinnung haben. – Bei Arist. probl. 9, 9 ohnmächtig werden, = λειποψυχέω.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροψῡχέω: λιποψυχέω, λιποθυμῶ, Ἀριστ. Προβλ. 9.9. ΙΙ. εἶμαι ὀλιγόψυχος, Κύριλλ.