ναύφαρκτος
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
A v. ναύφρακτος.
Greek (Liddell-Scott)
ναύφαρκτος: ἴδε ναύφρακτος.
Greek Monolingual
ναύφαρκτος, -ον (Α)
βλ. ναύφρακτος.
Greek Monotonic
ναύφαρκτος: βλ. ναύφρακτος.