μυροβάλανος
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
ἡ,
A = βάλανος μυρεψική, Dsc.1.109, J.BJ4.8.3, Cels.6.2, Aret.CA2.6, Philum. ap. Orib.45.29.59, Ostr. 297 (ii A. D.), PLond.1.119.80, etc.
German (Pape)
[Seite 221] ἡ, die auch βάλανος μυρεψική heißt, glans unguentaria, vielleicht die Behennuß, aus der ein zu wohlriechenden Salben gebrauchtes Oel, βαλάνινον ἔλαιον, gepreßt wurde, Arist. plant. 2, 10 u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μῠροβάλᾰνος: ἡ, Λατ. glans unguentaria, ἀρωματικόν τι κάρυον, ἐξ οὗ τὸ βαλάνινον ἔλαιον, ὃ μετεχειρίζοντο οἱ μυρεψοί, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 7, Διοσκ. 2. 148· πρβλ. μυρεψικός. II. μυροβάλανοι ἐν τῇ νεωτέρᾳ Ἑλληνικῇ οἱ καρποὶ τοῦ φυτοῦ Phyllanthus emblica.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
myrobolan, sorte de parfum.
Étymologie: μύρον, βάλανος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μυροβάλανος)
είδος αρωματικού καρυδιού από το οποίο εξάγονται το βαλάνινο έλαιο και το οποίο, γενικά, χρησιμοποιούσαν οι μυρεψοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βάλανος «βελανίδι»].