νεκροσυλία
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ἡ,
A robbery of the dead, Pl.R.469e.
German (Pape)
[Seite 238] ἡ, die Plünderung der Todten, Plat. Rep. V, 469 e.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροσῡλία: ἡ, ἡ σύλησις τῶν νεκρῶν, Πλάτ. Πολ. 469Ε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de dépouiller les morts.
Étymologie: νεκρός, συλάω.
Greek Monolingual
η (Α νεκροσυλία)
σύληση του νεκρού, λαθραία αφαίρεση τών αντικειμένων που έχουν ταφεί μαζί με τον νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -συλία (< -συλος < συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο-συλία, ιερο-συλία].