νιπτήρ
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (νίζω)
A washing-vessel, basin, Ev.Jo.13.5.
Greek (Liddell-Scott)
νιπτήρ: ῆρος, ὁ, (νίζω) ἀγγείον ἐν ᾧ νίπτεταί τις, λεκάνη, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 5.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
vase pour laver les pieds.
Étymologie: νίπτω.
English (Strong)
English (Thayer)
νιπτήρος, ὁ (νίπτω), a vessel for washing the hands and feet, a basin: John 13:5. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monotonic
νιπτήρ: -ῆρος, ὁ (νίζω), αγγείο στο οποίο πλένει κάποιος τα χέρια του, λεκάνη, σε Καινή Διαθήκη