νεοτόκος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient d’enfanter.
Étymologie: νέος, τίκτω.

English (Slater)

νεοτόκος
   1 of recent childbirth ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα, from the bed where she had just given birth to Herakles and Iphikles) (Pae. 20.14)

Greek Monolingual

-ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, -ον)
αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος, τελειο-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].