ξενοσύνη

From LSJ
Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοσύνη Medium diacritics: ξενοσύνη Low diacritics: ξενοσύνη Capitals: ΞΕΝΟΣΥΝΗ
Transliteration A: xenosýnē Transliteration B: xenosynē Transliteration C: ksenosyni Beta Code: cenosu/nh

English (LSJ)

Ep. ξειν-, ἡ,

   A hospitality, Od.21.35.

German (Pape)

[Seite 278] ἡ, ion. u. ep. ξεινοσύνη, ἡ, Gastfreundschaft, Od. 21, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοσύνη: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ξεινοσύνη, ἡ, ξενία, φιλοξενία, ξεινοσύνης προσκηδέος Ὀδ. Φ. 35.

Greek Monolingual

ξενοσύνη, ιων. και επικ. τ. ξεινοσύνη, ἡ (Α) ξένος
η μεταξύ ξένων φιλία.

Greek Monotonic

ξενοσύνη: ἡ, Ιων. ξειν-, φιλοξενία, σε Ομήρ. Οδ.