πανδοκεύτρια

Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A hostess, Ar.Ra.114, Pl.426, Eup.9, D.C.46.6: metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar. V.35.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, Gastwirthinn, Ar. Plut. 426 Ran. 114 u. Sp., wie D. Cass. 46, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., φάλλαινα π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
femme aubergiste.
Étymologie: πανδοκεύω.

Greek Monolingual

ή, Α
βλ. πανδοκευτής.

Greek Monotonic

πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, σε Αριστοφ.· μεταφ., φάλαινα πανδοκεύτρια, θαλάσσιο τέρας έτοιμο να υποδεχτεί στην κοιλιά του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ.