παντόμορφος

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ον,

   A = πάμμορφος, Θέτις S.Fr.618; σπλάγχνων γένη Hp. Ep.23 (παντάμ- codd.); of the universe, Corp.Herm.11.16: hence, as Subst. π., ὁ, the Universe, Ps.-Apul.Asclep.19 (cf. 35); as figure-head of a ship, perh. Proteus, PGrenf.1.49.20 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 464] = πάμμορφος; Soph. frg. 548; Lycophr. 1393.

Greek (Liddell-Scott)

παντόμορφος: -ον, = πάμμορφος, Σοφ. Ἀποσπ. 548, Ἱππ. 1289.54.

Spanish

que asume todas las formas

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάμμορφος
2. το αρσ. ως ουσ. παντόμορφος
α) το Σύμπαν
β) γλυπτή μορφή ως ακροστόλιο πλοίου, πιθ. ο Πρωτεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος].