παντοβίης
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A all-overpowering, Ἀχέρων AP7.732 (Theodorid.).
German (Pape)
[Seite 463] ὁ, der Allesbewältiger, Ἀχέρων, Theodorid. 10 (VII, 732).
Greek (Liddell-Scott)
παντοβίης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας καταβάλλων, κατανικῶν, Ἀχέρων Ἀνθ. Π. 7. 732.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui dompte tout par la force.
Étymologie: πᾶν, βία.
Greek Monolingual
ό, Α
αυτός που καταβάλλει τους πάντες, που νικά τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -βίης (< βία), πρβλ. δεινο-βίης].
Greek Monotonic
παντοβίης: -ου, ὁ (βιάω), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ.