παραλειπτέον
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
A one must pass over, οὐ π. ὡς . . X.Ages.8.3 ; οὐ π. τὰ περὶ τῆς πόλεως Isoc.Ep.2.14 ; οὐ π. περί τινος D.S.5.83.
Greek (Liddell-Scott)
παραλειπτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραλείπω, δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ παραλειπτέον Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ παραλειπτέον ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. περί τινος Διόδ. 5. 83.
Greek Monotonic
παραλειπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παραλείψει, τι, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden.