πεντεκαιδέκατος

From LSJ
Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντεκαιδέκᾰτος Medium diacritics: πεντεκαιδέκατος Low diacritics: πεντεκαιδέκατος Capitals: ΠΕΝΤΕΚΑΙΔΕΚΑΤΟΣ
Transliteration A: pentekaidékatos Transliteration B: pentekaidekatos Transliteration C: pentekaidekatos Beta Code: pentekaide/katos

English (LSJ)

η, ον,

   A fifteenth, Arist. Pr.941b14, D.S.12.81, Ev.Luc. 3.1 ; π. τόκοι Supp.Epigr.4.664.17 (Ilium, i B. C.).

German (Pape)

[Seite 558] der funfzehnte, Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πεντεκαιδέκᾰτος: -η, -ον, ὁ δέκατος πέμπτος, Διόδ. 12. 81, Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
quinzième.
Étymologie: πεντεκαίδεκα.

English (Strong)

from πέντε and καί and δέκατος; five and tenth: fifteenth.

English (Thayer)

πεντεκαιδεκάτῃ, πεντεκαιδεκατον, the fifteenth: Diodorus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-η, -ον, ΜΑ, αιολ. τ. πεμπεκαιδέκοτος, -ον, Α πεντεκαίδεκα
αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δεκαπέντε, ο δέκατος πέμπτος.

Greek Monotonic

πεντεκαιδέκᾰτος: -η, -ον, ο δέκατος πέμπτος, σε Καινή Διαθήκη