πεφυκότως

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφῡκότως Medium diacritics: πεφυκότως Low diacritics: πεφυκότως Capitals: ΠΕΦΥΚΟΤΩΣ
Transliteration A: pephykótōs Transliteration B: pephykotōs Transliteration C: pefykotos Beta Code: pefuko/tws

English (LSJ)

Adv. of φύω (πέφῡκα),

   A naturally, opp. πεπλασμένως, Arist.Rh.1404b19.

German (Pape)

[Seite 607] adv. zum part. perf. von φύω, der Natur gemäß, von Natur, dem πεπλασμένως entggstzt, λέγειν Arist. rhet. 3, 2, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεφῡκότως: Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεπλασμένως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
par une aptitude naturelle, naturellement.
Étymologie: πέφυκα.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, -ότος του φύω].

Greek Monotonic

πεφῡκότως: επίρρ. του πέφυκα, φυσικά, σε Αριστ.