προοικοδομέω

From LSJ
Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοικοδομέω Medium diacritics: προοικοδομέω Low diacritics: προοικοδομέω Capitals: ΠΡΟΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: prooikodoméō Transliteration B: prooikodomeō Transliteration C: prooikodomeo Beta Code: prooikodome/w

English (LSJ)

   A build in front, πρὸ τῶν πύργων τριγώνους Ph.Bel. 84.13:—Pass., dub.in Luc.Alex.14.

German (Pape)

[Seite 737] vorbauen, vorherbauen, ἡ προῳκοδομημένη τοῦ χρηστηρίου πηγή Luc. Alex. 14.

Greek (Liddell-Scott)

προοικοδομέω: οἰκοδομῶ πρότερον, Φίλων Βελοπ. 84. ― Παθ., Λουκ. Ἀλέξ. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 bâtir auparavant;
2 bâtir devant, gén..
Étymologie: πρό, οἰκοδομέω.

Greek Monotonic

προοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω από πριν, οικοδομώ εκ των προτέρων — Παθ., σε Λουκ.