πρόχωλος
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ον,
A very lame or halt, Luc.Ocyp.146.
German (Pape)
[Seite 800] sehr lahm, Luc. Ocyp. 146.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχωλος: -ον, πολὺ χωλός, ὁλωσδιόλου χωλός, Λουκ. Ὠκύπ. 146.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait boiteux.
Étymologie: πρό, χωλός.
Greek Monolingual
-ον, Α χωλός
εντελώς χωλός, κουτσός.