σιτόκουρος

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτόκουρος Medium diacritics: σιτόκουρος Low diacritics: σιτόκουρος Capitals: ΣΙΤΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: sitókouros Transliteration B: sitokouros Transliteration C: sitokouros Beta Code: sito/kouros

English (LSJ)

ον, (κείρω)

   A consuming bread and doing nothing else, wastrel. Alex.177, Men.244, 420.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide fressend, bes. ein unnützer Mensch, ein Brotfresser, fruges consumere natus, Menand. bei Ath. VI, 247 e.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτόκουρος: -ον, (κείρω) ὁ καταναλίσκων σῖτον καὶ μηδὲν ἕτερον ποιῶν, «ὁ μάτην τρεφόμενος» Ἡσύχ., fruges consumere natus, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 6, Μένανδρος ἐν «Θρασυλέοντι» 4, «Πωλουμένοις» 1.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που μόνο τρώει και δεν εργάζεται, χαραμοψώμης, χαραμοφάης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κουρος (< κουρά «κόψιμο, αποκοπή, κούρεμα»), πρβλ. βιό-κουρος].