σκύτευσις

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

εως, ἡ,= σκυτεία, Arist.EE1219a21.

Greek (Liddell-Scott)

σκύτευσις: [ῡ], εως, ἡ, = σκυτεία, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 6.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α σκυτεύω
η πράξη του σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία.