στημόνιον
From LSJ
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
English (LSJ)
τό, Dim. of
A στήμων 1, Arist.Pol.1265b20, Max.Tyr.21.3: στημόνια is v.l. for στήμονα in Apollod.Poliorc.169.7.
German (Pape)
[Seite 941] τό, dim. von στήμων, Arist. polit. 2, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στημόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήμων (σημασ. Ι), Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 14. 2) πληθ., ἐν πλέγματι, τὰ ὄρθια ξύλα εἰς ἃ τὰ εὔκαμπτα κλωνάρια ἐμπλέκονται, Ἀρχ. Μαθ. 30.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. στημόνι.
Greek Monotonic
στημόνιον: τό, υποκορ. του στήμων (σημ. I), σε Αριστ.