συμφυγάς

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφῠγάς Medium diacritics: συμφυγάς Low diacritics: συμφυγάς Capitals: ΣΥΜΦΥΓΑΣ
Transliteration A: symphygás Transliteration B: symphygas Transliteration C: symfygas Beta Code: sumfuga/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ,

   A fellow-exile, E.Ba.1382 (anap.), Th.6.88, X.HG1.2.13.

German (Pape)

[Seite 993] άδος, ὁ, ἡ, Mitvertriebener, Genosse der Flucht oder Verbannung; Eur. Bacch. 1380; Thuc. 6, 88.

Greek (Liddell-Scott)

συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ συμφυγαδευθείς, συνεξόριστος, Εὐρ. Βάκχ. 1382, Θουκ. 6. 88, Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
compagnon ou compagne d’exil.
Étymologie: σύν, φυγάς.

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
συνεξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φυγάς «εξόριστος»].

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
συνεξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φυγάς «εξόριστος»].

Greek Monotonic

συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, εξόριστος από κοινού με κάποιον, συνεξόριστος, σε Ευρ., Θουκ.