συνερύω

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερύω Medium diacritics: συνερύω Low diacritics: συνερύω Capitals: ΣΥΝΕΡΥΩ
Transliteration A: synerýō Transliteration B: syneryō Transliteration C: syneryo Beta Code: suneru/w

English (LSJ)

Ion. συνειρύω,

   A draw together, in aor. Pass., ὁκόταν . . συνειρυσθῇ ὑπὸ τοῦ ῥίγεος Hp.Morb.1.26: pf. Pass. συνείρ<υ>ται· συνέσπασται, Hsch.    2 metaph. in Act., τίς σε δαιμόνων κακῇ ἀθυμίῃ ξυνείρυσεν; Epigr. ap. D.L.2.112.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνειρύω Α
συνέλκω, συσπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρύω «έλκω, σύρω»].

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνειρύω Α
συνέλκω, συσπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρύω «έλκω, σύρω»].