σωφρονιστήριον
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
τό,
A house of correction, Pl.Lg.908a, Ph.2.54.
German (Pape)
[Seite 1062] τό, ein Ort, in welchen Menschen zur Besserung u. Strafe gebracht werden, Straf- u. Besserungsanstalt, Plat. Legg. 908 a e.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονιστήριον: τό, τόπος σωφρονισμοῦ, εἱρκτή, Πλάτ. Νόμ. 908Α· τὸ γοῦν χωρίον οὐδ’ ὀνομάζειν ἔτ’ ἠξίουν εἱρκτήν, ἀλλὰ σωφρονιστήριον Φίλων 2. 54, 8.