ταὐτό

From LSJ
Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

German (Pape)

[Seite 1074] ion. τωὐτό, att. auch ταὐτόν, neutr. von ὁ αὐτός für τὸ αὐτό, ein u. dasselbe.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτό: Ἰων. τωὐτό, Ἀττ. καὶ ταὐτόν, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, τὸ αὐτὸν (ἐνταῦθα σημειωτέον ὅτι τὰ σύνθετα ἐκ τοῦ ταὐτο οἱ νεώτεροι ἐκδόται συνήθως γράφουσι ταυτο ἄνευ κορωνίδος).

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τὸ αὐτό, neutre deαὐτός.

Greek Monotonic

ταὐτό: Αττ. ταὐτόν, Ιων. τωὐτό, κράση αντί τὸ αὐτό, τὸν αὐτόν.