ὑποσιωπάω
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
A pass over in silence, Aeschin.3.239. II keep silent, Ph.2.178, Ael.VH8.16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσιωπάω: παρέρχομαι ἐν σιωπῇ, τὰ δὲ ἑβδομήκοντα τάλαντα ὑποσιωπᾷς Αἰσχίν. 88. 7. ΙΙ. τηρῶ σιωπήν, μένω σιωπηλός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 16, Φίλων τ. 2, σ. 178, 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 passer sous silence;
2 garder le silence.
Étymologie: ὑπό, σιωπάω.
Greek Monotonic
ὑποσιωπάω: μέλ. -ήσομαι, περνώ σε σιωπή, αποσιωπώ, σε Αισχίν.