φαλαγγίτης

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A soldier in a phalanx, Plb.4.12.12, D.S.18.2, D.H.4.18.    II = φαλάγγιον 11, Gal.12.150:—also fem. φᾰλαγγ-ῖτις, ιδος, ἡ, Dsc.3.108.

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, ein Soldat von der Phalanx, bei den Römern von der Legion; Pol. 18, 15, 9 u. öfter; D. Hal. 4, 18. – Auch = φαλάγγιον 2, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγίτης: [ῑ], -ου, ὁ, στρατιώτης ἐν φάλαγγι, Λατ. legionarius, Πολύβ. 4. 12, 12, κλπ. ΙΙ. = φαλάγγιον, ΙΙ, Γαλην. τ. 13, σ. 239.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, -ίτιδος, Α
στρατιώτης φάλαγγας
νεοελλ.
1. απόμαχος του τακτικού στρατού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
2. μέλος της δεύτερης βαθμίδας της λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, σε αντιδιαστολή προς τον σκαπανέα, μέλος της πρώτης βαθμίδας
3. μέλος παραστρατιωτικής οργάνωσης σε φασιστικές χώρες
4. (στην Ισπανία) μέλος της φασιστικής φάλαγγας του στρατηγού Φράνκο
6. (στον Λίβανο) ένοπλος που ανήκει στην χριστιανική μειονότητα
αρχ.
(το αρσ.) είδος βοτάνου για τη θεραπεία τών δηγμάτων της δηλητηριώδους αράχνης φαλάγγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + κατάλ. -ίτης].