φευκτικός
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to avoid, opp. ὀρεκτικός, c. gen., Arist.de An.431a13; opp. αἱρετικός, Phld. Mus.p.93 K.
German (Pape)
[Seite 1267] flüchtig, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
φευκτικός: -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ ὀρεκτικός, μετὰ γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φευκτός
αυτός που έχει την τάση να αποφεύγει κάποιον ή κάτι.