χαριτοβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐτοβλέφᾰρος Medium diacritics: χαριτοβλέφαρος Low diacritics: χαριτοβλέφαρος Capitals: ΧΑΡΙΤΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: charitoblépharos Transliteration B: charitoblepharos Transliteration C: charitovlefaros Beta Code: xaritoble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with eyelids or eyes like the Charites, ὄμματα IG3.1376; Com., μᾶζα χ. Eub.112.4 (lyr.); of a person, MAMA4.133 (Metropolis, ii A. D.); applied to Demetrius of Phalerum, Hsch. Mil.Fr.7.17M.    2 Subst., a plant, used in philtres, Plin.HN 13.142.

German (Pape)

[Seite 1339] mit anmuthigen, holden Augenlidern, anmuthig blickend, ὄμματα, Ep. ad. 721 a (App. 209); komisch auch μᾶζα, Eubul. bei Ath. XV, 685 e.

Greek (Liddell-Scott)

χαρῐτοβλέφαρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χαρίτων, ὄμματα Ἀνθ. Π. παράρτ. 209· κωμικῶς, μᾶζα χ. Εὔβουλος ἐν «Τίτθαις» 2. 2) ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι χρήσιμον εἰς παρασκευὴν φίλτρων, ἴδε Πλίν. 13. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières gracieuses, aux beaux yeux.
Étymologie: χάρις, βλέφαρον.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων
2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰο-βλέφαρος, καλλι-βλέφαρος].

Greek Monotonic

χᾰρῐτοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), με βλέφαρα ή μάτια όπως οι Χάριτες, σε Ανθ.