δαγύς

From LSJ
Revision as of 18:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾱγύς Medium diacritics: δαγύς Low diacritics: δαγύς Capitals: ΔΑΓΥΣ
Transliteration A: dagýs Transliteration B: dagys Transliteration C: dagys Beta Code: dagu/s

English (LSJ)

ῦδος, ἡ,

   A wax doll, used in magic rites, puppet, Theoc.2.110.

German (Pape)

[Seite 513] ῦδος, ἡ, eine wächserne Puppe der Zauberer, Theocr. 2, 110 (die Lesart δατύς des Hesych. ist minder gut), scheint thessalisch, vgl. κοροκόσμιον.

Greek (Liddell-Scott)

δᾱγύς: ῦδος, ἡ, ἐκ κηροῦ πλαγγ ὼν χρησιμεύουσα εἰς μαγικὰς τελετάς, Θεόκρ. 2. 110· ἔνθα ἕτεροι δατύς. (Πιθ. λέξις Θεσσαλ., πρβλ. Voss Βεργ. Ἐκλ. 2. 73), πρβλ. κοροκόσμιον.

French (Bailly abrégé)

ῦδος (ἡ) :
poupée de cire en usage dans les opérations de magie.
Étymologie: DELG pas d’étym.

Spanish (DGE)

(δᾱγύς) -ῦδος, ἡ muñeca de cera Erinn.SHell.401.21, Theoc.2.110.

Greek Monolingual

δογύς (δαγῡδος), η (Α)
μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κούκλα που χρησίμευε συνήθως σε μαγικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο της δωρικής διαλέκτου, άγνωστης ετυμολογίας].

Greek Monotonic

δᾱγύς: -ῦδος, ἡ, κέρινη κούκλα, μαριονέτα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

δᾱγύς: ῦδος ἡ восковая кукла (для магических воздействий через нее) Theocr.