ζαχρεῖος

From LSJ
Revision as of 21:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαχρεῖος Medium diacritics: ζαχρεῖος Low diacritics: ζαχρείος Capitals: ΖΑΧΡΕΙΟΣ
Transliteration A: zachreîos Transliteration B: zachreios Transliteration C: zachreios Beta Code: zaxrei=os

English (LSJ)

ον, (χρεία)

   A very needy: c. gen., ζ. ὁδοῦ one who wants to know the way, asks eagerly after it, Theoc.25.6.

German (Pape)

[Seite 1136] sehr bedürftig, sehr verlangend, ὁδοῦ ὁδίτης, von einem eiligen Wanderer, Theocr. 25, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ζαχρεῖος: -ον, (χρεία) μεγάλην ἀνάγκην ἔχων τινός, σφόδρα χρῄζων τινός, μετὰ γεν., ζαχρ. ὁδοῦ, ὁ ἔχων ἀνάγκην νὰ μάθῃ τὸν δρόμον, ὁ ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν τῆς ὁδοῦ, Θεόκρ. 25. 6 πρβλ. χρεῖος, ον, ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a grand besoin de, qui cherche.
Étymologie: ζα-, χρεία.

Greek Monolingual

ζαχρεῑος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη («ζαχρεῑος ὁδοῡ» — αυτός που ψάχνει να βρει τον δρόμο, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + χρεία «ανάγκη»].

Greek Monotonic

ζαχρεῖος: -ον (χρεία), αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη κάποιου πράγματος· με γεν., ζαχρεῖος ὁδοῦ, αυτός που επιθυμεί να μάθει το δρόμο, που ψάχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ζαχρεῖος: 1) самый необходимый, т. е. немногочисленный (ἔπη Aesch.);
2) весьма нуждающийся: ζ. ὁδοῦ Theocr. ищущий дороги.