κάρδοπος

From LSJ
Revision as of 22:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρδοπος Medium diacritics: κάρδοπος Low diacritics: κάρδοπος Capitals: ΚΑΡΔΟΠΟΣ
Transliteration A: kárdopos Transliteration B: kardopos Transliteration C: kardopos Beta Code: ka/rdopos

English (LSJ)

ἡ,

   A kneading-trough, Eup.228 (pl.), Ar.Ra.1159; κ. πλατεῖα Pl.Phd.99b: generally, wooden vessel, Hom.Epigr.15.6; mortar, Nic.Th.527: Com. fem. καρδόπη, ἡ, coined by Ar.Nu.678.

German (Pape)

[Seite 1327] ἡ, Backtrog, Mulde, übh. ein aus einem Stücke Holz gehöhltes Gefäß; Hom. ep. 15, 6; Ar. Ran. 1157; = μάκτρα Nubb. 669; πλατεῖα Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Nic. Ther. 527, wo es einen Mörser bedeutet.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
huche à pétrir le pain.
Étymologie: DELG ?

Greek Monolingual

η (Α κάρδοπος και καρδόπη)
νεοελλ.
ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα του ψωμιού τών πληρωμάτων
αρχ.
1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα του ψωμιού, μάκτρα
2. επιγρ. ξύλινο αγγείο
3. το ιγδίον. το γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. καρδόπη είναι επινόημα του Αριστοφάνη στις Νεφέλες για τη δημιουργία κωμικού αποτελέσματος].

Greek Monotonic

κάρδοπος: ἡ, σκαφίδι στο οποίο ζυμώνουν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάρδοπος: ἡ квашня, корыто Hom., Arph., Plat.