κατάπλεως
From LSJ
English (LSJ)
ων, gen. ω, Att. for κατάπλεος.
German (Pape)
[Seite 1370] s. κατάπλεος.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλεως: -ων, γεν. -ω, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ κατάπλεος.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
plein de, rempli de, gén..
Étymologie: κατά, πλέως.
Greek Monolingual
κατάπλεως, -ων (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάπλεος.
Greek Monotonic
κατάπλεως: -ων, γεν. -ω, Αττ. αντί κατάπλεος.
Russian (Dvoretsky)
κατάπλεως: 2, v. l. κατάπλεος 2 и 3 переполненный, изобилующий (ὀργάνων παντοδαπῶν Plut.): πολλῶν ἀκοντισμάτων κ. Plut. пронзенный множеством копий; κ. γῆς καὶ αἵματος Xen. весь в земле (грязи) и в крови.