κατάπλεως

From LSJ
Revision as of 22:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλεως Medium diacritics: κατάπλεως Low diacritics: κατάπλεως Capitals: ΚΑΤΑΠΛΕΩΣ
Transliteration A: katápleōs Transliteration B: katapleōs Transliteration C: katapleos Beta Code: kata/plews

English (LSJ)

ων, gen. ω, Att. for κατάπλεος.

German (Pape)

[Seite 1370] s. κατάπλεος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλεως: -ων, γεν. -ω, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ κατάπλεος.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
plein de, rempli de, gén..
Étymologie: κατά, πλέως.

Greek Monolingual

κατάπλεως, -ων (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάπλεος.

Greek Monotonic

κατάπλεως: -ων, γεν. , Αττ. αντί κατάπλεος.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλεως: 2, v. l. κατάπλεος 2 и 3 переполненный, изобилующий (ὀργάνων παντοδαπῶν Plut.): πολλῶν ἀκοντισμάτων κ. Plut. пронзенный множеством копий; κ. γῆς καὶ αἵματος Xen. весь в земле (грязи) и в крови.