κέντωρ

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέντωρ Medium diacritics: κέντωρ Low diacritics: κέντωρ Capitals: ΚΕΝΤΩΡ
Transliteration A: kéntōr Transliteration B: kentōr Transliteration C: kentor Beta Code: ke/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A goader, driver, κέντορες ἵππων Il.4.391, 5.102, cf. APl.4.358; κ. παρδαλίων AP7.578 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1419] ορος, ὁ, der Stachler, ἵππων, Antreiber, Il. 4, 391. 5, 102 u. sp. D., wie Ep. athl. stat. 29 (Plan. 368); παρδαλίων Agath. 92 (VII, 578); bei Nonn. Io. 19, 191 auch fem., ἡ κέντωρ λόγχη.

Greek (Liddell-Scott)

κέντωρ: -ορος, ὁ, ὁ κεντῶν, ἡνίοχος, κέντορες ἵππων Ἰλ. Δ. 391, Ε. 102, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 358. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κεντῶν, διατρυπῶν, κέντορι λόγχῃ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 19. 37· μύθῳ αὐτόθι 8. 150 (278).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui pique de l’aiguillon, qui aiguillonne.
Étymologie: κεντέω.

English (Autenrieth)

ορος: goader; κέντορες ἵππων, epith. of Cadmaeans and Trojans. (Il.)

Greek Monolingual

κέντωρ, ὁ (Α)
1. ο ηνίοχος
2. ως επίθ. αυτός που κεντά, που τρυπάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον με αντίστροφη παραγωγή].

Greek Monotonic

κέντωρ: -ορος, ὁ (κεντέω), αυτός που κεντρίζει, ηνίοχος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κέντωρ: ορος ὁ погоняющий стрекалом, усмиритель (ἵππων Hom.; παρδαλίων Anth.).