παρευρίσκω
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
English (LSJ)
A discover besides, invent, Hdt.1.26, Str.16.2.25 (Pass.), Hermog.Inv.3.1 (Pass.) ; π. τι ἔς τινας Paus.9.5.3. 2 Pass., ἐς οὗ . . σφι ἄδικόν τι παρευρεθῇ be discovered in them, Hdt.3.31. II fabricate, in Pass., ἀληθῆ καὶ μὴ παρευρημένα Philostr.Her.3.1, cf. 11.
German (Pape)
[Seite 519] (s. εὑρίσκω), daneben oder daran ausfindig machen oder erfinden, Her. 1, 26. 3, 31, Etwas an Einem entdecken, bemerken, τί τινι, auch τὶ εἴς τινα, Sp.; übh. erfinden, erdichten, im Ggstz zur wahren Erzählung.
Greek (Liddell-Scott)
παρευρίσκω: μέλλ. -ευρήσω: ἀόρ. -εῦρον: - ἀνακαλύπτω προσέτι, ἐφευρίσκω, Ἡρόδ. 1. 26, Στράβων 758· π. τι εἴς τινα Παυσ. 9. 5, 3. 2) Παθ., ἐς οὗ .. σφι ἄδικόν τι παρευρεθῇ, ἀνακαλυφθῇ ἐν αὐτοῖς, Ἡρόδ. 3. 31. ΙΙ. ἐπινοῶ διήγημα, κτλ.· μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.
French (Bailly abrégé)
trouver en outre.
Étymologie: παρά, εὑρίσκω.
Greek Monotonic
παρευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, αόρ. βʹ -εῦρον·
1. ανακαλύπτω, εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι, σε Ηρόδ.
2. Παθ., ανακαλύπτομαι, αόρ. αʹ παρευρέθην, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παρευρίσκω: придумывать, выдумывать, измышлять (αἰτίας Her.).