παρεῖδον

From LSJ
Revision as of 01:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεῖδον Medium diacritics: παρεῖδον Low diacritics: παρείδον Capitals: ΠΑΡΕΙΔΟΝ
Transliteration A: pareîdon Transliteration B: pareidon Transliteration C: pareidon Beta Code: parei=don

English (LSJ)

aor. 2, παροράω being used as pres.,

   A observe by the way, remark, notice, τινί τι something in one, οὔτε τινὰ δειλίην μοι παριδών Hdt. 1.37, cf. 38 ; π. ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδέν ib.108.    II overlook, disregard, τοὺς νόμους Antipho 1.24, cf. Lycurg.64; παρεῖδε πρὸς τὰ δίκαια Μειδίαν D.21.96.    2 cast a side glance, Ar.Ra.815.

German (Pape)

[Seite 511] inf. παριδεῖν, aor. II. zu παροράω.

Greek (Liddell-Scott)

παρεῖδον: ἀόρ. β΄τοῦ παροράω ὄντος ἐν χρήσει ὡς ἐνεστῶτος: -παρατηρῶ ἐν παρόδῳ, τινί τι, βλέπω, παρατηρῶ τι εἴς τινα, οἷον, δειλίην τινά μοι παριδὼν Ἡρόδ. 1. 37, 38· π. ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδὲν αὐτόθι 108. ΙΙ. παραβλέπω, παραμελῶ, Ἀντιφῶν 114. 6, Λυκοῦργ. 156. 7· παρεῖδε πρὸς τὰ δίκαια Μειδίαν 545. 28.

French (Bailly abrégé)

ao.2 de παροράω.

Greek Monotonic

παρεῖδον: αόρ. βʹ του παροράω χρησιμ. ως ενεστ.
I. παρατηρώ εν παρόδω, προσέχω, τί τινι, κάτι σε κάποιον, σε Ηρόδ.
II. παραβλέπω, παραμελώ, αδιαφορώ, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

παρεῖδον: aor. 2 к παροράω.