προσοικέω

From LSJ
Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοικέω Medium diacritics: προσοικέω Low diacritics: προσοικέω Capitals: ΠΡΟΣΟΙΚΕΩ
Transliteration A: prosoikéō Transliteration B: prosoikeō Transliteration C: prosoikeo Beta Code: prosoike/w

English (LSJ)

   A dwell by or near, οἱ προσοικοῦντες neighbouring tribes, Isoc.6.46; πόλεσι βάρβαροι -οικοῦντες X.Vect.1.8; ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ, of towns, lie by or near, Pl.Ti.22d:— also Pass., τῇ πόλει -ῳκημένοι J.BJ4.4.3.    b π. πρὸς τῷ τοίχῳ has his house abutting on the wall, OGI 483.105 (Pergam.).    2 c. acc., dwell in or near, [Ἐπίδαμνον] Th. 1.24; λίμνας καὶ ἕλη Arist.Pol.1256a37.    II Pass., of a place, to be inhabited, Plu.2.938d.

German (Pape)

[Seite 774] 1) dabei wohnen; αὐτήν, bei der Stadt, Thuc. 1, 24; τινὶ ὅμοροι, Isocr. 4, 70, τῶν ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ προσοικούντων, Plat. Tim. 22 d; Sp. – 2) trans., daneben bewohnen, γῆν ἐνεργὸν καὶ προσοικουμένην, Plut. fac. orb. lun. 25.

Greek (Liddell-Scott)

προσοικέω: κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ πόλεων, κεῖμαι πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter auprès de, dat. ou acc. ; Pass. être habité, peuplé.
Étymologie: πρός, οἰκέω.

Greek Monotonic

προσοικέω: μέλ. -ήσω,
1. κατοικώ πλησίον ή κοντά, τινί, σε Ξεν.· απόλ., οἱ προσοικοῦντες, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.
2. με αιτ., κατοικώ εντός ή κοντά, Ἐπίδαμνον, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσοικέω: 1) жить рядом, обитать по соседству (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.);
2) находиться рядом, быть расположенным по соседству (ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ Plat.);
3) населять (γῆ προσοικουμένη Plut.).