σποραδικός
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
English (LSJ)
ή, όν,
A scattered, i.e. not living in communities, θηρία, ζῷα, Arist.Pol.1256a23, HA488a3; σποραδικοὶ ἀπολώλασι Th. 2.4 as loosely cited by Gal.17(1).2.
German (Pape)
[Seite 924] zerstreu't; ζῷα, Thiere, die nicht gesellig sind, einzeln leben, Ggstz ἀγελαῖα, Arist. pol. 1, 3, 3; νοσήματα, die zu allen Zeiten u. an allen Orten herrschen. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σπορᾰδικός: -ή, -όν, διεσπαρμένος, κατοικῶν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, τὰ σπ. ζῷα, ἀντίθετον τῷ τὰ ἀγελαῖα, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 5, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 23· ἐπὶ νόσων διεσπαρμένων, δηλ. ἐν παντὶ τόπῳ ὑπαρχουσῶν, οὐχὶ ἐνδημικῶν (ἴδε σπορὰς ἐν τέλ.), Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dispersé ; sporadique (maladie).
Étymologie: σποράς.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σποραδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σποράς, -άδος]
1. σκόρπιος, σκορπισμένος εδώ κι εκεί (α. «σποραδικοί οικισμοί» β. «τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῑα τὰ δὲ σποραδικά ἐστιν», Αριστοτ.)
2. (για νόσο) αυτός που υπάρχει ή μεταδίδεται σε κάθε τόπο και σε οποιονδήποτε χρόνο και προσβάλλει μικρό αριθμό ατόμων διάσπαρτων μέσα σε έναν πληθυσμό, σε αντιδιαστολή προς τον ενδημικό και τον επιδημικό («σποραδικά νοσήματα», Γαλ.)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει σε αραιά ή σε μη κανονικά χρονικά διαστήματα (α. «σποραδικοί πυροβολισμοί» β. «σποραδικές βροχές»).
επίρρ...
σποραδικώς / σποραδικῶς ΝΜΑ, και σποραδικά Ν
εδώ και εκεί, διάσπαρτα στον χώρο ή σε όχι κανονικά χρονικά διαστήματα.
Greek Monotonic
σπορᾰδικός: -ή, -όν, διασκορπισμένος, διάσπαρτος· τὰ σποραδικὰ ζῷα, αντίθ. προς τὰ ἀγελαῖα (αυτά που πηγαίνουν κοπαδιαστά), σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
σπορᾰδικός: живущий рассеянно, держащийся в одиночку (ζῷα Arst.).