συμπάθησις

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπάθησις Medium diacritics: συμπάθησις Low diacritics: συμπάθησις Capitals: ΣΥΜΠΑΘΗΣΙΣ
Transliteration A: sympáthēsis Transliteration B: sympathēsis Transliteration C: sympathisis Beta Code: sumpa/qhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A sympathy, Hp.Praec. 14.

German (Pape)

[Seite 983] ἡ, = συμπάθεια, Hippocr.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συμπαθῶ
συμμετοχή στον ξένο πόνο, συμπάθεια.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συμπαθῶ
συμμετοχή στον ξένο πόνο, συμπάθεια.