συμψάω

From LSJ
Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμψάω Medium diacritics: συμψάω Low diacritics: συμψάω Capitals: ΣΥΜΨΑΩ
Transliteration A: sympsáō Transliteration B: sympsaō Transliteration C: sympsao Beta Code: sumya/w

English (LSJ)

   A rake together, συμψήσασα τἀργυρίδιον Eup.113; εὗρεν . . συμψῶντας τὸν ψυγμόν (the corn in the drying place) PPetr.2p.110 (iii B.C.); συμψῆσαι obliterate the traces left by anything in sand, Ar.Nu.975 (anap.); of a rapid river, sweep away, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων Hdt.1.189, cf. Iamb. ap. Suid. s.v., Eus.Mynd.63; carry off, arrest a man, PTeb.13.15,48.31 (both ii B.C.):—Pass., to be swept up or away, εὗρον τὸν ψυγμὸν συνεψημένον PRyl.139.11 (i A.D.): aor. -εψήσθην, LXXJe.22.19, 31(48).33.

German (Pape)

[Seite 994] (s. ψάω), zusammenscharren; συμψῆσαι, Ar. Nubb. 962; bes. den Sand; dah. von einem Flusse, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων, Her. 1, 189, mit Sand oder Schlamm bedecken und zu Grunde reißen; u. so Iambl. bei Stob. ecl. phys. 2, 9 p. 416.

Greek (Liddell-Scott)

συμψάω: περισυνάγω, συμψήσασα τἀργυρίδιον Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 42˙ συμψῆσαι, ἐξαλεῖψαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 975˙ ἐπὶ ποταμοῦ ὁρμητικῶς φερομένου, παρασύρω, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων Ἡρόδ. 1. 189, πρβλ. Ἰάμβλιχ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Εὐσ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. Ι. 416 ― Παθ., ἀόρ. -εψήσθην, παρεσύρθην, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΒʹ, 19., ΛΑʹ, 33).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aplanir en grattant, en raclant;
2 p. anal. aplanir ; faire disparaître en entraînant dans l’eau.
Étymologie: σύν, ψάω.

Greek Monolingual

Α
1. συμμαζεύω, τακτοποιώ
2. εξαλείφω
3. (για ποταμό) παρασύρω («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων», Ηρόδ.)
4. συλλαμβάνω
5. παθ. συμψάομαι
μτφ. εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ψάω «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»].

Greek Monolingual

Α
1. συμμαζεύω, τακτοποιώ
2. εξαλείφω
3. (για ποταμό) παρασύρω («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων», Ηρόδ.)
4. συλλαμβάνω
5. παθ. συμψάομαι
μτφ. εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ψάω «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»].

Greek Monotonic

συμψάω: μέλ. -ήσω, περισυλλέγω, σαρώνω, επιχώνω, λέγεται για ορμητικό ποταμό, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

συμψάω: 1) сгребать, заметать следы (на песке) Arph.;
2) (о реке) сносить, уносить, увлекать (с собой) (τὸν ἵππον Her.).