συμπροξενέω
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
A help in furnishing with means, E.Hel.146 codd. LP, but σὺ πρ. is prob.
German (Pape)
[Seite 990] mit dazu verhelfen, συμπροξένησον, ὡς τύχω μαντευμάτων, Eur. Hel. 145.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροξενέω: βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, ἔνθα ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider qqn, ὡς pour.
Étymologie: σύν, προξενέω.
Greek Monotonic
συμπροξενέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, προμηθεύω από κοινού, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συμπροξενέω: оказывать помощь, помогать Eur.